(ε)ξώπασχα

(ε)ξώπασχα
(ε)ξώπασχα
επίρρ. χρον., εξώλαμπρα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξώπασχα — επίρρ. βλ. εξώπασχα …   Dictionary of Greek

  • εξώπασχα — και ξώπασχα επίρρ. εξώλαμπρα …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξώλαμπρα — επίρρ., αφού περάσει η Λαμπρή, τις πρώτες ημέρες μετά το Πάσχα, απόπασχα, εξώπασχα. ξώλαμπρα επίρρ. χρον., μετά τη Λαμπρή, ξώπασχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”